- μύσους
- μύσοςuncleannessneut gen sg (attic epic doric)μυσόωpolluteimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μυσούς — Μῡσούς , Μυσός a prey to all masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσούς — μυσός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
осквьрнениѥ — ОСКВЬРНЕНИ|Ѥ (13), ˫А с. Действие по гл. осквьрнити. 1.Во 2 знач.: Аще еси старъ… дажь старости очищенье… не ѹстарѣти же сѧ оскверненье(м). (τὴν ἀσέλγειαν) ГБ XIV, 32а; ѡскверненье д҃ши. и стр(с)ти сложенье нарекъ. (τὸν μολυσμόν) ЖВИ XIV–XV, 46б; … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατονομάζω — (ΑΜ κατονομάζω) νεοελλ. 1. καλώ κάποιον ή κάτι με το όνομά του, αναφέρω το όνομα κάποιου 2. καταγγέλλω κάποιον ονομαστικά, αναφέρω το όνομα αυτού που καταγγέλλω μσν. αρχ. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω («Ὅμηρον δ ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ… … Dictionary of Greek
μύσιος — μύσιος, ία, ον (Α) [Μυσός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στους Μυσούς, που γίνεται κατά τον τρόπο τών Μυσών … Dictionary of Greek
μύσον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) στους Μυσούς) «τὴν ἀξίνην» … Dictionary of Greek
συκαλόβον — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Μυσούς) «ῥάβδον ποιμενικήν» … Dictionary of Greek